Wednesday, October 26, 2016

Λιβύη, Γκανταμές : μια αυθεντική πόλη της Σαχάρας

Το  εξωτικό μαργαριτάρι της ερήμου, ο παράδεισος που ψάχνουν οι ταξιδιώτες, μια αυθεντική πόλη της Σαχάρας. Λόγω γεωγραφικών και ιστορικών παραγόντων, καθώς κι εξαιτίας φυσικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών, η Γκανταμές είναι μια πόλη-Μνημείο της Αφρικανικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, του Ισλάμ και πολλών διαφορετικών εθνοτικών και φυλετικών ομάδων  που προστατεύεται από την UNESCO.

Η γραφικότατη βεδουίνικη  πόλη Γκανταμές βρίσκεται 650χλμ. νότια της Τρίπολης, στην καρδιά της Λιβυκής ερήμου ή Σαχάρας, πολύ μακριά από τις ακτές της Μεσογείου και τη θάλασσα, εκεί όπου  η Λιβύη ενώνεται με την Αλγερία και την Τυνησία. Λόγω της κομβικής της θέσης έγινε κέντρο εμπορίου συνδέοντας διάφορες περιοχές της Αφρικής. Από τις πολιτείες του Νότου έφταναν σημαντικά εμπορεύματα, ελεφαντόδοντο, χρυσός και σκλάβοι. Από το βορρά, μπαχαρικά, αλάτι και παστές τροφές. Αποτελούσε διαμετακομιστικό σταθμό για τα καραβάνια που ταξίδευαν από την κεντρική Αφρική προς Βορρά εξάγοντας ελεφαντόδοντο και φτερά στρουθοκαμήλου. Η εμπορική γραμμή κάλυπτε την έκταση Τρίπολη-Γκανταμές-Κάνο-Λάγος.
  
Για την προϊστορία δεν έχουμε πολλές πηγές, αλλά από τα ευρήματα, όπως είναι τα προϊστορικά εργαλεία συμπεραίνουν ότι η Γκανταμές κατοικούνταν ήδη από το 8.000π.Χ. Η ιστορική εποχή ξεκινάει από τους Φοίνικες οι οποίοι εισέβαλαν στην Γκανταμές περί το 790π.Χ. Το 19π.Χ οι Ρωμαίοι δημιούργησαν εδώ ένα αμυντικό σύστημα για την προστασία των νοτιοδυτικών συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την περίοδο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, η Γκανταμές μαζί με την υπόλοιπη Βόρεια Αφρική περιήλθε στην εξουσία του Βυζαντίου. Οι κάτοικοι τότε σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, επιδίδονταν σε παραδοσιακές αφρικανικές λατρείες. Τα ερείπια πέντε μεγάλων μαυσωλείων που ονομάζονται «Αλ-Ασάμ» είναι απτή απόδειξη του γεγονότος.

Την περίοδο του Βυζαντίου ιεραπόστολοι διέδωσαν τη χριστιανική θρησκεία. Έτσι, η πόλη έγινε ένα χριστιανικό κέντρο στα βάθη της Σαχάρας. Η εξάπλωση του Ισλάμ στη βόρεια Αφρική έκανε όλη την περιοχή μωαμεθανική επαρχία. Χάρη στις εξαιρετικές σχέσεις των ντόπιων με τους νεοφερμένους, η Γκανταμές έγινε ένα αραβικό, μουσουλμανικό χωριό. Η τοποθεσία και η σημασία της ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορικού κέντρου βοήθησαν πολύ στη διάδοση της μωαμεθανικής θρησκείας. Η Γκανταμές όπως και το Τιμπουκτού έγινε γρήγορα κέντρο ισλαμικής παιδείας και πολιτισμού. Στον 20ο αιώνα, από το 1911 έως το 1943 καταλήφθηκε διαδοχικά για στρατιωτικούς λόγους από τους Ιταλούς και τους Γάλλους μέχρι το 1952 που η Λιβύη έγινε ανεξάρτητο βασίλειο και ανέλαβε την εξουσία ο βασιλιάς Ιντρίς.

Η Γκανταμές είχε πολλά προσωνύμια στο πέρασμα του χρόνου.

Τα παλιά χρόνια ονομαζόταν «Σίραμο». Αποκλήθηκε «μαργαριτάρι της ερήμου», «μαγική πύλη της ερήμου», «Κάστρο των Τουαρέγκ», «Ain Alfars» (η πηγή της φοράδας). Κατοικήθηκε από τους ιππότες της Σαχάρας και αποτέλεσε σταθμό των νομάδων Τουαρέγκ για χιλιάδες χρόνια.

Ain -Alfars (Η πηγή της φοράδας)

Μια ιστορία για το πώς προήλθε το όνομα της Γκανταμές λέει ότι τα παλιά χρόνια ένα καραβάνι σταμάτησε  κάπου στην έρημο για φαγητό και ανάπαυση. Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν, οι ταξιδιώτες συνέχισαν το δύσκολο ταξίδι τους. Την επόμενη μέρα, σε μια στάση, ανακάλυψαν ότι έλειπαν τα μαγειρικά τους σκεύη. «Θα τα ξεχάσαμε στην προηγούμενη στάση» είπε ένας ταξιδιώτης «εκεί που σταματήσαμε για κολατσιό». Καβάλησε το άλογό του και κατευθύνθηκε καλπάζοντας  προς το σημείο που είχαν σταματήσει την προηγούμενη μέρα.  Κάπου στο δρόμο η κούραση και η δίψα κυρίεψαν άλογο και αναβάτη. Το διψασμένο άλογο άρχισε να ψάχνει και να κτυπάει με τις οπλές του το έδαφος. Ξαφνικά, σαν από θαύμα, νερό ξεπήδησε μέσα από την άμμο. Άλογο και καβαλάρης ξεδίψασαν με το νερό της πηγής και από τότε οι ταξιδιώτες σταματούν στην «πηγή της φοράδας» για να ξεδιψάσουν, και να ξεκουραστούν στο μέρος που έγινε γνωστό ως Γκανταμές (γκανταμές= χθεσινό γεύμα)

Οι Βεδουίνοι είναι σπουδαίοι παραμυθάδες. Άλλωστε σ’ αυτά τα μέρη δεν υπάρχει κοσμική ζωή και τις νύχτες όλη η οικογένεια, συγγενείς και φίλοι μαζεύονται στην τέντα ή στο σπίτι και διηγούνται ιστορίες, τρώγοντας και πίνοντας τσάι (το αλκοόλ απαγορεύεται αυστηρά).

Το πιο σημαντικό στη ζωή ενός Βεδουίνου είναι η φυλετική αλληλεγγύη. Τα μέλη του ιδίου γένους έστηναν πάντα τις τέντες τους στο ίδιο μέρος, στα ίδια πηγάδια, στις ίδιες οάσεις  και είχαν τις ίδιες ζώνες βοσκής. Τα γένη που είχαν κοινό πρόγονο συγκροτούσαν μια φυλή. Ήταν και είναι νόμος και θρησκεία να είσαι πιστός στη φυλή σου. Ο δεσμός των μελών μιας φυλής Βεδουίνων μπορούσε να κάνει έναν άνδρα να εγκαταλείψει τη γυναίκα του. Βέβαια μέσα απ’ αυτόν το δεσμό προσδοκούσαν προστασία και βοήθεια. Όπου υπήρχαν πολλές φυλές υπήρχε ανταγωνισμός για να αποκτήσουν τα πηγάδια και τα καλά βοσκοτόπια. Εντός της φυλής επικρατεί ισότητα και ανεξαρτησία, υπάρχει όμως ένας αρχηγός, ο σεΐχης. Στην έρημο όλοι υπόκεινται στον ίδιο νόμο επιβίωσης. Ακόμη και ο σεΐχης κατέχει το αξίωμά του όχι κληρονομικά, αλλά με την συναίνεση των υπολοίπων μελών της φυλής. 

Η Βεδουίνικη πόλη Γκανταμές χωριζόταν σε επτά περιοχές. Σε κάθε μία κατοικούσε μια από τις εφτά φυλές που αποτελούσαν τον πληθυσμό της. Οι επιφανείς ήταν οι αρχηγοί της κάθε φυλής. Οι αρχηγοί των φυλών συγκροτούσαν το συμβούλιο-εφτά οι φυλές, εφτά οι αρχηγοί-και το συμβούλιο αποτελούνταν από εφτά γέροντες που έπαιρναν όλες τις αποφάσεις και είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στα μέλη των φυλών. 
Η παλιά πόλη αποτελείται από 1.200 μεσαιωνικά σπίτια. Οι κάτοικοι την έχτισαν μερικώς υπόγεια για να προστατευτούν από τον αδυσώπητο Ήλιο της ερήμου, διότι η περιοχή το καλοκαίρι υποφέρει από θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 51ο C. Το πρώτο πάτωμα των σπιτιών είναι υπό την επιφάνεια του εδάφους. Ο δεύτερος και τρίτος όροφος αν υπάρχει βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Επικοινωνούν με σκεπαστούς λαβυρινθώδεις δρόμους μήκους χιλιομέτρων. Σ’ αυτό το σύμπλεγμα των υπόγειων και υπέργειων δρόμων σημεία εγχάρακτα όριζαν  τα όρια κάθε φυλής.

Κάθε φυλή είχε τη δική της συνοικία με την ονομασία του αρχηγού της, πχ. η συνοικία του Μπαράσα (Mparasa), με τα μαγαζάκια της , τα ιερά της, τα πεζούλια όπου κάθονταν και συζητούσαν. Η πόλη όμως είχε και μια μεγάλη πλατεία, όπου εκεί συναθροίζονταν οι εφτά φύλαρχοι  και έπαιρναν τις αποφάσεις. Ένα σύστημα υπόγειου  υδραγωγείο έφερνε στην  πόλη νερό από την πανάρχαια πηγή Αιν-Αλφάρς   και το νερό περνούσε για καθαρμό από το τζαμί. Σε κόγχη δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού τους οι κάτοικοι όφειλαν να έχουν αναμμένο ένα λυχνάρι, για να φωτίζεται ο κατασκότεινος ακόμη κατά την διάρκεια της ημέρας, σκεπαστός δρόμος. Σε άλλη κόγχη στο διάδρομο της εισόδου του σπιτιού τοποθετούσαν άλλο λυχνάρι. Αν το λυχνάρι αυτό βρισκόταν στο κέντρο της κόγχης σήμαινε πως όλα πήγαιναν καλά.  Αν ήταν στην αριστερή πλευρά της κόγχης  υποδήλωνε πως ο αφέντης του σπιτιού απουσίαζε σε ταξίδι  και αν ήταν στη δεξιά πλευρά, πως είχε πεθάνει.

Η πόλη περιβάλλεται από έναν ημικυκλικό φράχτη, με μια σειρά από πύλες που κλείνουν το ηλιοβασίλεμα  και γύρω-γύρω την πλαισιώνουν  κήποι, χωρισμένοι κι’ αυτοί για την κάθε συνοικία. Το 70% των κήπων είναι χουρμάδες και το 30% διάφορα οπωροφόρα δένδρα. 
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι τα σπίτια της Γκανταμές, φτιαγμένα από λάσπη με μοναδική αρχιτεκτονική, που χαρακτηρίζονται Μνημεία Ανθρώπινης Κληρονομιάς από την UNESCO. Τα σπίτια είναι τριώροφα με πολύ μικρά παράθυρα, λόγω ζέστης, δεν έχουν μπαλκόνια ούτε διαδρόμους. Οι είσοδοί τους είναι φτιαγμένες από σκαλιστό κορμό φοίνικα. Μοναδικό χαρακτηριστικό της πόλης είναι το σύμπλεγμα των «πάνω δρόμων», ειδικά για γυναίκες, που δημιουργεί μια υπαίθρια πόλη πάνω από την πόλη. Οι γυναίκες δεν έβγαιναν από το σπίτια, παρά μετακινούνταν από ταράτσα σε ταράτσα, η οποία χρησίμευε επίσης και σαν υπνοδωμάτιο-το καλοκαίρι όλη η οικογένεια κοιμόταν κάτω από τον έναστρο ουρανό και οι νεαρές μπορούσαν να το σκάσουν για να πάνε σ’ ένα άλλο σπίτι- όπως και σαν έξοδος κινδύνου. 

Στο εσωτερικό των σπιτιών έχουμε την αποθέωση της ομορφιάς και της ζεστασιάς.  Στα σπίτια δεν υπάρχουν έπιπλα αλλά   πλούσια χρώματα που βρίσκονται διάσπαρτα  παντού, στα χαλιά, στα κεντήματα, στις ζωγραφιές στον τοίχο. Το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού έχει περίτεχνη  διακόσμηση που συνήθως την έκανε η νύφη, ενώ ο γαμπρός έχτιζε το σπίτι. Τους τοίχους στολίζουν πανέμορφα μπακίρια τα οποία έστελναν φίλοι και συγγενείς γεμάτα γλυκά και καρπούς ως δώρο όταν γεννιόταν παιδί στην οικογένεια. Μετά το γάμο η νύφη περίμενε το γαμπρό στη νυφική παστάδα, ένα πανέμορφο μικρό δωματιάκι που το είχε στολίσει μόνη της. Η πρώτη ερωτική επαφή του ζευγαριού γινόταν την ημέρα του γάμου σχεδόν ενώπιον των φίλων και συγγενών. Η νυφική παστάδα δεν είχε πόρτα, παρά μόνο κουρτινάκια. Η επαφή δεν έπρεπε νε υπερβαίνει το δεκάλεπτο γιατί αυτό θα ήταν πολύ υποτιμητικό για το γαμπρό. Όλοι αυτοί θρονιάζονταν στο σαλόνι και περίμεναν το ζευγάρι να τελειώσει… Και μετά άρχιζε το γλέντι.

Εδώ ο κόσμος ζει προς τα μέσα όχι προς τα έξω.  Λόγω της κοινωνικής δομής οι άνδρες βγαίνουν μόνο, οι γυναίκες είναι μέσα. Παλιά, είχαν δυο γυναίκες εντεταλμένες που μόνο αυτές έβγαιναν και επικοινωνούσαν. Όλα προς τα μέσα, γι αυτό και δεν υπάρχουν παράθυρα στα σπίτια. Αλίμονο όμως στη σύζυγο που θα παρέμενε άτεκνη.  Αν πέθαινε ο σύζυγος αυτή δεν κληρονομούσε τίποτα από την περιουσία του. Λέγεται πως αυτό ωθούσε τις νέες που παντρεύονταν  ηλικιωμένο άντρα να τεκνοποιήσουν με κάποιον άλλον, για να μπορούν να κληρονομήσουν το γέρο σύζυγό τους. Για να αποφεύγεται αυτό, δημιουργήθηκε το έθιμο να ζουν οι μελλόνυμφες σο σπίτι του γαμπρού πριν από το γάμο, χωρίς προγαμιαίες σχέσεις, για να αποδείξουν πως δεν ήταν έγκυες. Περιπλανηθήκαμε ώρες ατελείωτες στην πόλη-μουσείο, στα δαιδαλώδη στενά, περπατήσαμε στο σύμπλεγμα των «πάνω δρόμων», από ταράτσα σε ταράτσα, ρεμβάσαμε τη θέα στα χαμηλά παραπέτα που πλαισίωναν τους τοίχους. Τα ασβεστωμένα σπίτια, οι μιναρέδες, οι στέγες με τα καμπυλωτά τόξα λαμπύριζαν στο έντονο σαν λεπίδα φώς του Ήλιου. Οι κήποι με τις φοινικιές, τα σπίτια, ο ουρανός ενώνονταν δημιουργώντας μια υποβλητική εντύπωση, ένα πανόραμα αρχιτεκτονικής-πρόκληση για τον παρατηρητή.

Διασχίσαμε το σύμπλεγμα των «κάτω δρόμων». Όλη η πόλη βρισκόταν πάνω από πολυάριθμες κρύπτες και δρόμους σαν μια κυψέλη. Εκεί που ο δρόμος έμοιαζε σαν τάφος φωτιζόταν ξαφνικά από έναν τοξωτό πυλώνα, από μια μικρή πλατεία, όπου ένας πλανόδιος έμπορος  είχε απλώσει την πραμάτεια του πάνω στα ασβεστωμένα πεζούλια, περιμένοντας τους τυχαίους πελάτες. Λιγοστοί σεβάσμιοι γέροντες με άσπρες κελεμπίες, κροταλίζοντας στα χέρια τους κομπολόγια  προσευχής, πηγαινοέρχονταν στο λαβύρινθο, μουρμουρίζοντας προσευχές. Σε μια άλλη πλατεία ένας Τουαρέγκ με βαθυκόκκινη κελεμπία πουλούσε τα φημισμένα χειροποίητα κοσμήματα της φυλής του και τριγύρω κάποιο αργόσχολοι κάθονταν στα πεζούλια αφημένοι στη γλυκιά απασχόληση του να μη κάνουν τίποτα, με μια έκφραση αδιατάρακτης ικανοποίησης. Σ’ ένα παραδοσιακό πέτρινο καφενείο, κάτω από τις σκιερές φοινικιές, στολισμένο με χρωματιστά χαλιά και μπακίρια, ένας νεαρός Βεδουίνος μας έψησε στη χόβολη πεντανόστιμο αραβικό καφέ με βαρύ καϊμάκι, τον οποίο μας σερβίρισε σε κεραμικά φλιτζανάκια συνοδευόμενο από ντόπιους χουρμάδες και φιστίκια, υπό την υπόκρουση αραβικής μουσικής. Το τέλειο σέρβις που θα το ζήλευαν και τα πιο πολυτελή καφέ.

Ξαποστάσαμε στην πηγή Αίν -Αλφάρς, μια μικρή λιμνούλα ανάμεσα σε φράχτες και στρογγυλεμένους πυλώνες, μια όαση σκιάς και δροσιάς, απ’ όπου ανέβλυζε υπόγεια πεντακάθαρο νερό γάργαρο νερό. Σπουργίτια τιτίβιζαν και πετούσαν εδώ και εκεί γιατί κοντά στη πηγή  βρισκόταν μια μικρή ποτίστρα  όπου οι φτερωτοί τραγουδιστές τσαλαβουτούσαν και χόρταιναν τη δίψα τους. Η απόλυτη ηρεμία και ομορφιά που αιχμαλωτίζει την ψυχή. Η Γκανταμές είχε το δικό της μερίδιο στα επιτεύγματα της Μεγάλης Επανάστασης Αλφατέχ. ( Ο Καντάφι, ο οποίος ανέβηκε στην εξουσία την 01/09/1969, κατάγονταν από οικογένεια Βεδουίνων. Γεννήθηκε το 1942 στη Λιβυκή έρημο, στην κωμόπολη Σέμπχα, σε τέντα! Εκείνη την εποχή οι περισσότεροι Λίβυοι ζούσαν σε τέντες, και ήταν αυτός που έφερε τους συμπατριώτες του στα διαμερίσματα και τον πολιτισμένο τρόπο ζωής).

Προγράμματα αγροτικής βελτίωσης και οικιστικά σχέδια εφαρμόζονταν και παρατηρείτο ταχεία ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Μια νέα κακόγουστη πόλη από μπετόν απλώθηκε έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης και αρδευτικά κανάλια κατασκευάστηκαν για την άρδευση των καλλιεργειών και την εξάπλωση του πράσινου σε όλα τα σημεία του «διαμαντιού της ερήμου». Η παλιά πόλη εγκαταλείφτηκε (κατοικούνταν περίπου μέχρι το 1973). Στα πλαίσια του σχεδίου εκπολιτισμού των Βεδουίνων, η λιβυκή κυβέρνηση έδωσε στους κατοίκους  σπίτια στη νέα πόλη και τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την παλιά. Παρ’ όλα αυτά η κυριότητα των σπιτιών ανήκει στους αρχικούς ιδιοκτήτες. Στη νέα σύγχρονη πόλη οι κάτοικοι υποφέρουν από τη ζέστη και νοσταλγούν τη δροσιά που τους πρόσφερε η εγκαταλειμμένη υπόγεια πόλη τους. Κάποιοι γυρίζουν σ’ αυτήν κυρίως το καλοκαίρι, όταν η θερμοκρασία υπερβαίνει  τους  51ο C στην παλιά πόλη δεν ξεπερνά τους   20-25ο C. 

Ο Καντάφι στην αρχή προσπάθησε να βάλει τέρμα στην πατριαρχική ζωή των Βεδουίνων (τον τρόπο που παντρεύονταν οι κοπέλες, τον τρόπο που αποφάσιζε η οικογένεια, την ισχύ των αρχηγών της φυλής με δικαίωμα ζωής και θανάτου). Όταν όμως είδε ότι δεν περνούσαν τα σχέδιά του, γιατί αυτές οι δομές πολύ δύσκολα αλλάζουν, προσπάθησε με άλλον τρόπο. Τι έκανε? 
Πήρε όλους τους ευγενείς των φυλών, τους απορρόφησε, τους έβαλε στο δικό του γραφειοκρατικό σύστημα και έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο έλεγχε πλέον το λαό, γιατί κάθε ένας απ’ αυτούς έλεγχε μια ολόκληρη φυλή. Σιγά-σιγά αυτοί οι άνθρωποι ενστερνίστηκαν τις ιδέες του-γιατί έδινε κιόλας-πως θα μπορούσε άλλωστε να πείσει τους  Βεδουίνους να  φύγουν από τα πατροπαράδοτα σπίτια τους και να πάνε σε διαμερίσματα? Μόνο άν το έλεγαν οι φύλαρχοι θα μπορούσαν να το κάνουν.  Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο πέτυχε κι έτσι πλέον δεν υπάρχει κανένας στην παλιά πόλη Γκανταμές, παρά μόνο, κάτι σεβάσμια περιπλανώμενα «φαντάσματα», που νοσταλγούν εκείνη την εποχή, κι ελάχιστοι μικροπωλητές, κι αυτοί πριν από τη δύση του Ηλίου αποχωρούν.

Το ηλιοβασίλεμα μας βρήκε στους αμμόλοφους. Όταν πέφτει η νύχτα πάνω από την έρημο όλα χρωματίζονται έντονα και ζωντανεύουν οι πιο μεγάλες χρωματικές αντιθέσεις ανάμεσα στον Ουρανό και τη Γή. Κάτι φανταστικό που δεν το ξεχνάς ποτέ!!!
Εκεί, σε μια Βεδουίνικη τέντα, ο Φεϊζάλ μας μύησε στην ιεροτελεστία του αραβικού τσαγιού, αλλά και του ψησίματος του ψωμιού! Γευτήκαμε αχόρταγα ψωμί ζυμωμένο με γλυκάνισο, ψημένο στην καυτή χόβολη της άμμου και τσάι με σιρόπι από χουρμάδες. Μεταφερθήκαμε σ’ έναν άγνωστο, μυστηριώδη κόσμο, τον κόσμο των Βεδουίνων που δεν έχει μολυνθεί απ’ το μικρόβιο του τουρισμού.