Saturday, November 8, 2014

Μπουτάν: μαγεία και μυστήριο.




Στη χώρα του βροντερού δράκου του κεραυνού πνεύματα, φαντάσματα, χιονάνθρωποι των Ιμαλάϊων, πρακτικοί γιατροί και μοναχοί που μετεμψυχώθηκαν σε τρία διαφορετικά σώματα γίνονται αποδεκτοί ως μέρος της καθημερινής ζωής. Είναι μια χώρα βαθιά θρησκευόμενων ανθρώπων, και τα φεστιβάλ τους είναι από τα πιο αυθεντικά κι’  εντυπωσιακά του κόσμου.


Η ζωή εδώ αρχίζει την αυγή και τελειώνει στη δύση του ήλιου με προσφορές στους θεούς. Οι άνθρωποι δουλεύουν σκληρά ολημερίς για να επιβιώσουν, η νυκτερινή ζωή είναι άγνωστη, το αλκοόλ ημιαπαγορευμένο και πανάκριβο και ισχύει το αυστηρότερο καθεστώς εναντίον του καπνίσματος σε όλο τον κόσμο. Εδώ και κάποια χρόνια απαγορεύεται η πώληση και η κατανάλωση οποιουδήποτε προϊόντος καπνού. Η διασκέδαση για τους Μπουτανέζους είναι οι περίπατοι και τα πικ-νικ στη υπέροχη φύση, οι επισκέψεις στους ναούς και τα μοναστήρια. Αυτό το παράξενο και άγνωστο σε πολλούς κρατίδιο βρίσκεται σφηνωμένο ανάμεσα στο Θιβέτ και την Ινδία. Είναι το τελευταίο βουδιστικό βασίλειο των ανατολικών Ιμαλάϊων και άνοιξε τις πύλες του στον τουρισμό μόλις το 1974. Εδώ ο παραδοσιακός πολιτισμός και η φυσική κληρονομιά κυριολεκτικά λατρεύονται.


Τα  κάστρα τ’ αποκαλούμενα Dzongs, με τους ήπια εκλεπτυσμένους τοίχους, τις κλασικές γραμμές, τα μεγάλα προαύλια και τις όμορφες στοές τους που δεσπόζουν στα ψηλότερα σημεία των λόφων ή στις συμβολές των ποταμών είναι τα πιο φίνα δείγματα της μπουτανέζικης αρχιτεκτονικής. Η βουδιστική παρουσία κυριολεκτικά πλαισιώνει το τοπίο του Μπουτάν. Σε κάθε βήμα συναντάς: σημαίες και μύλους προσευχής που τροφοδοτούνται από τους ισχυρούς ανέμους που κατεβαίνουν από τα βουνά, άσπρα και κόκκινα chortens, εικόνες του Βούδα και άλλων θρησκευτικών προσωπικοτήτων χαραγμένες πάνω στους βράχους της ενδοχώρας. Η ιστορία του βυθίζεται μέσα στις λαϊκές παραδόσεις του βουδισμού και τη μυθολογία. Χαρακτηρίζεται από φοβερές πράξεις και όντα με υπερφυσικές δυνάμεις, με φαντάσματα που κατέστρεψαν ναούς, και αγγέλους που τους ξανάχτισαν, για δαίμονες που απείλησαν χωριά και κατέστρεψαν ναούς μέχρι να αιχμαλωτιστούν με μαγεία και να προσηλυτιστούν στο βουδισμό. 


Το Μπουτάν ήταν σχετικά απομονωμένο μέχρι το 1960 λόγω της σκληρής πολιτικής του απομονωτισμού που είχε επιβάλλει η κληρονομική μοναρχία από τις αρχές του 20ου αιώνα. Μέχρι τη δεκαετία του 60’ η χώρα δεν είχε νόμισμα, τηλέφωνα, σχολεία, νοσοκομεία, ταχυδρομεία και φυσικά τουρίστες. Οι προσπάθειες ανάπτυξης τώρα τα παρήγαγαν όλα αυτά, καθώς κι ένα εθνικό κοινοβούλιο, αεροδρόμιο, οδικό δίκτυο και ένα εθνικό σύστημα υγείας. Μόλις το 2008 ολοκληρώθηκε η μετάβαση του πολιτεύματος από απόλυτη μοναρχία σε συνταγματική μοναρχία και καθιερώθηκε ο δείκτης της « ακαθάριστης εθνικής ευτυχίας» σημαντικότερος από το « ακαθάριστο εθνικό προϊόν». Παρά την ταχύτητα του εκμοντερνισμού έχει διατηρήσει μια πολιτική προσεκτικής και ελεγχόμενης ανάπτυξης σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την εθνική του ταυτότητα. Η κυβέρνηση δέχτηκε με προσοχή τον τουρισμό, όμως η τηλεόραση και το internet είναι έτοιμα να ξεκινήσουν την μεγαλύτερη ίσως πρόκληση για τη χώρα-τη δημοκρατία.


Η εισαγωγή του Βουδισμού εμφανίστηκε τον 7ο πΧ. όταν ο θιβετιανός βασιλιάς Strongtsen Gampo, ένας νεοφώτιστος στον βουδισμό διέταξε την κατασκευή δυο βουδιστικών ναών στο κεντρικό Μπουτάν και στην κοιλάδα Πάρο. Ο βουδισμός του Θιβέτ αποδέχτηκε και ενσωμάτωσε τοπικές λατρείες από την παλιά θρησκεία Bon-po, που επικρατούσε εκεί μέχρι τα τέλη του 6ου πΧ.  και βασιζόταν στη μαγεία. Όμως με τη άφιξη του Guru Riponce o ταντρικός βουδισμός εδραιώθηκε απορροφώντας την Bon-po και τους οπαδούς της. Ο Guru Riponce γνωστός και με το όνομα Padmabsmhava (πολύτιμος δάσκαλος) είναι μια ιστορική φιγούρα του 8ου αιώνα και η γέννησή του είχε προβλεφθεί από τον Sakyammuni, τον ιστορικό Βούδα. Θεωρείται ως ο δεύτερος Βούδας, κατείχε θαυματουργές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας του να καθυποτάσσει δαίμονες και κακά πνεύματα.Το 746πΧ. ο βασιλιάς Sedha Gyab του Bumthang κυριεύτηκε από δαίμονα και χρειάστηκε ένας ισχυρός ταντρικός δάσκαλος για να τον ξορκίσει. Έστειλε λοιπόν μήνυμα να έρθει ο μεγάλος δάσκαλος Pandmasambha.


Ο Guru αιχμαλώτισε τον δαίμονα, τον προσηλύτισε στον βουδισμό, όπως επίσης και τον βασιλιά επαναφέροντας την ειρήνη στην χώρα. Στον Riponce αποδίδονται πολλές μαγικές πράξεις.Τα θρησκευτικά κείμενα αναφέρουν ότι εμφανίστηκε με οκτώ διαφορετικές ενσαρκώσεις. Σε μια απ’ αυτές πέταξε επάνω σε μια τίγρη στη Taktshang, δίνοντας στο ιερό μοναστήρι το όνομα «η φωλιά της τίγρης». Ταξίδευσε με διάφορες ενσαρκώσεις στο Μπουτάν, το Θιβέτ και το Νεπάλ, διαλογίστηκε σε πολλές σπηλιές οι οποίες θεωρούνται σημαντικές « περιοχές δυνάμεων», υπερνίκησε του δαίμονες που έθεταν εμπόδια στην κατασκευή του μοναστηριού SamyeΔιαδραμάτισε δηλαδή έναν μεγάλο ιστορικό και θρησκευτικό ρόλο. Ίδρυσε την αίρεση Nyigmapa, γνωστή ως αίρεση των κόκκινων σκούφων του Βουδισμού Μαχαγιάνα, η οποία έγινε αργότερα η κυρίαρχη θρησκεία του Μπουτάν και καταξιώθηκε ως εθνικός προστάτης. Διατήρησε τα διδάγματά του και την σοφία του, κρύβοντάς τα με την μορφή των termo (κρυμμένοι θησαυροί) για αποκαλυφθούν στο μέλλον από τους terton (πεφωτισμένους εξερευνητές θησαυρών) ανθρώπους δηλαδή που διαθέτουν την απαραίτητη αφοσίωση και γνώση.


Μεταξύ του 11ου και του 16ου αιώνα πολλά terma (ιερά κείμενα) που ήταν κρυμμένα από τον Riponce σε σπηλιές, βράχους και λίμνες ανακαλύφθηκαν όπως ο ίδιος είχε προφητεύσει από ταντρικούς λάμα. Ο πιο γνωστός απ’αυτούς ήταν ο Pema Lingpa ο οποίος βρήκε το πρώτο του terma στην λίμνη Merbartsho κοντά στη Bumthang το 1475. Απομεινάρια της αρχαίας θρησκείας Bonpo βρίσκει κανείς ακόμη στο Μπουτάν το οποίο έχει μια πλούσια λαϊκή θρησκεία την ονομαζόμενη Luso. Οι λαϊκές πεποιθήσεις ενδιαφέρονται πρωτίστως για μια σειρά πνευμάτων όπως τα Nep, τις τοπικές θεότητες που ενεργούν ως προστάτες των ιδιαίτερων κοιλάδων, τα tsomen, θεές που κατοικούν στις λίμνες, τα Lu ή Nagas, ενσωματωμένα πνεύματα φιδιών που κατοικούν στους ποταμούς και τα φρεάτια των λιμνών, άλλα πνεύματα που κατοικούν στους βράχους ή στις κουφάλες των δένδρων. Η θεότητα που ονομάζεται Lutso [άλογο του ανέμου] ταυτίζεται με το ίδιο το πνεύμα και σχετίζεται με την πλέον μεταφυσική διάσταση που αποκτά ο άνεμος όταν φυσά στην αντίληψη του ανθρώπου. Οι μπουτανέζοι που ακολουθούν την δοξασία Bon-po τιμούν ιδιαίτερα αυτή τη θεότητα και υπάρχουν αφοσιωμένοι πιστοί αυτής που συνιστούν κατά κάποιο τρόπο ένα ιδιαίτερο τάγμα.

Dzongs: είναι το πιο ευδιάκριτο αρχιτεκτονικό στοιχείο της χώρας. Αυτές οι τεράστιες λευκές ακροπόλεις χρησιμεύουν ως διοικητικά κέντρα των 20 περιοχών που εξουσιάζουν με σκοπό την εστίαση της κοσμικής και θρησκευτικής αρχής σε κάθε μια περιοχή. Υπήρξαν πολλές διαμάχες και μάχες μεταξύ των περιφερειακών κυβερνητών για τον έλεγχο της κυριαρχίας  των dzongs κατά την διάρκεια του 17ου έως τον 20ο αιώνα. Η κατασκευή τους είναι από πέτρα, ξύλο και σφυροκοπημένη λάσπη συμπεριλαμβανομένων των ογκωδών ακτινωτών ξύλινων στεγών περισσότερα περιβάλλονται από τεραστίων διαστάσεων τείχη και προσεγγίζονται μόνο από γέφυρες οι οποίες αμπαρώνουν με τεράστιες πόρτες και μοχλούς κι έτσι τα προστατεύουν από ανεπιθύμητους επισκέπτες. Οι μπουτανέζοι πιστοποιούν περήφανα ότι κανένα καρφί δεν χρησιμοποιείται για την κατασκευή τους, επιπλέον δε, οι αρχιτέκτονες δεν χρησιμοποιούν κάποια σχέδια αλλά στηρίζονται σε μια διανοητική έννοια αυτού που πρόκειται να κτιστεί. Διαιρούνται σε δύο επίπεδα, το ένα στεγάζει τους ναούς και τους μοναχούς και το άλλο τις κυβερνητικές υπηρεσίες. Το επίπεδο που στεγάζει το μοναστήρι διοικείται από το σώμα μοναχών της περιοχής. Οι υψηλά ιστάμενοι lamas συντηρούν τα σχολεία του κάθε dzong. Σήμερα στα μοναστήρια της Timpu, Paro, Punakha, Wandiphodrang, Jakar, Kyrjey, Lhakhang, Trongsa και Chimi lhakhang μονάζουν περίπου 6000 μοναχοί.



Goempas: το Μπουτάν έχει έναν τεράστιο αριθμό θρησκευτικών κτηρίων. Σύμφωνα με την εθνική επιτροπή για τις πολιτιστικές υποθέσεις υπάρχουν: 2000 τέτοια κτήρια, 437 απ’αυτά είναι υπό την εποπτεία του κράτους και του κεντρικού μοναστικού σώματος και άλλα 127 είναι υπό την εποπτεία των lamas. Ένας αρχικός λόγος για την θέση ενός goempa (μοναστηριού) είναι να υπάρξει σε μια μακρινή τοποθεσία, όπου οι μοναχοί μπορούν να βρουν γαλήνη και περισυλλογή. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περιοχή όπου οι goempas κτίζονται σε απόκρημνους κατακόρυφους βράχους ή σε μακρινές βουνοπλαγιές. Αρκετά έχουν κτιστεί σε  ιερές σπηλιές που υπήρξαν θέσεις περισυλλογής κάποιων Guru. To Taktshang  Goempa και το Kyrjey  Goempa είναι δύο γνωστά παραδείγματα που κτίστηκαν γύρω από τις σπηλιές όπου ο Guru Riponce θεωρείται ότι είχε για εκτεταμένες περιόδους ως χώρους περισυλλογής. Είναι ανεξάρτητες κοινότητες αποτελούμενες από έναν κεντρικό ναό και ξεχωριστούς χώρους για ύπνο. Ο ναός βρίσκεται στο κέντρο ενός προαυλίου το οποίο χρησιμοποιείται και ως χώρος χορού και συναθροίσεων κατά την διάρκεια των θρησκευτικών φεστιβάλ.


Chortens: είναι κυριολεκτικά ένα δοχείο για τις προσφορές, όλα περιέχουν λείψανα αγίων .Είναι συχνά τοποθετημένα σε θέσεις που θεωρούνται ατυχείς ήτοι: σε συνδέσεις ποταμών, σε διαγώνιους δρόμους, σε οδικά περάσματα βουνών και γέφυρες για ν’αποκρούουν το κακό.
Ζωγραφική: τα Dzongs και τα Goempas κοσμούνται με χιλιόχρονα Thangas, χρυσά αγάλματα και ανεκτίμητους θησαυρούς. Οι τοίχοι τους είναι γεμάτοι με τοιχογραφίες που απεικονίζουν σκηνές από την  ζωή του Βούδα πλαισιωμένου από τους μποντισάτβα, γεμάτες σύννεφα, δροσερούς λωτούς, εξαϋλωμένα σώματα, πολλαπλούς βούδες, θεούς και δαίμονες με τρομακτικούς μορφασμούς, ταντρικά θέματα με σεξουαλικές ενώσεις θεών με τα σάκτι τους, σκηνές απ’ την ζωή του Guru Riponce και προπάντων madala «μαγικούς κύκλους» γεωμετρικά σχέδια που αποτελούνται από τετράγωνα και ομόκεντρους κύκλους που είναι η προβολή του σύμπαντος. Οι περισσότερες τοιχογραφίες είναι ζωγραφισμένες σένα  λεπτό στρώμα υφάσματος που εφαρμόζεται στον τοίχο χρησιμοποιώντας μια πρόσθετη κόλα. Τα μοναστήρια ξεχειλίζουν από πλούτο κι αστράφτουν από ομορφιά, θεωρούνται  δε έργα τέχνης υψηλής αισθητικής και ποιότητας.

Thangkas: είναι μια ζωγραφιά που τυλίγεται σε ρολό. Ο σημαντικώτερος ρόλος τους είναι ως θρησκευτικό στοιχείο σε ιεροτελεστίες και ως οδηγός και βοήθημα στο διαλογισμό, λειτουργούν και ως φυλακτά ή γούρια. Τα περισσότερα ζωγραφίζονται σε καμβά, μερικά σε χαρτί ή δέρμα, άλλα είναι κεντητά, πλεκτά, διακοσμημένα με απλικασιόν ή φτιαγμένα απο κομμάτια διαφορετικών υφασμάτων.Τα περισσότερα τυλίγονται σε κυλίνδρους κι αποθηκεύονται εως ότου εκτεθούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στα τεράστια «appliqué thondrols» που τα επιδεικνύουν εν συντομία, τα ξημερώματα κατά την διάρκεια των θρησκευτικών φεστιβάλ.

Ura: η κρυμμένη κοιλάδα του Guru Riponce.

Η Ura πήρε τ’ονομά της από τον Padmasambha, τον άγιο που έφερε τον βουδισμό στο Μπουτάν τον  8ο αιώνα. Βρίσκεται φωλιασμένη σε μια κοιλάδα  σε υψόμετρο 3.200 μ. περιτριγυρισμένη από δάση με έλατα, πεύκα, jupiter, μπαμπού, ροδόδενδρα και όπου περιπλανώνται άγρια ζώα όπως: τίγρεις,  λεοπαρδάλεις, αρκούδες, αγριογούρουνα και κόκκινα panda. Το πανέμορφο τοπίο γεμάτο από φάρμες, νερόμυλους, ναούς, στούπες και σημαίες προσευχής δίνει την αίσθηση μιας υπέροχης ισορροπίας μεταξύ της πρωτόγονης φύσης και της ακμάζουσας παραδοσιακής ζωής. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα συμπλέγματα χωριών στο Μπουτάν που αποτελείται από εξήντα τρία νοικοκυριά και περίπου τριακόσιους κατοίκους.

Yakchoe: το ετήσιο φεστιβάλ της Ura.




O Padmasambhava  είχε περάσει απ΄το χωριό τον 8ο αιώνα. Μια αρχαία αφήγηση λέει πως η κοινότητα της Ura προσευχήθηκε σ’αυτόν για να τους θεραπεύσει από μια επιδημία λέπρας. Εμφανίστηκε λοιπόν ο γκουρού ως ζητιάνος στο σπίτι μιας ηλικιωμένης κυρίας η οποία έγνεθε μαλλί στην ταράτσα του σπιτιού της. Η κυρία προσκάλεσε τον ζητιάνο για φαγητό αλλά αυτός μυστηριωδώς εξαφανίστηκε μόλις αυτή τελείωσε τις τηγανίτες που του είχε μαγειρέψει. Βαθιά μπερδεμένη η γυναίκα συνέχισε το γνέσιμο του μαλλιού ανακαλύπτοντας έκπληκτη  ένα άγαλμα της βουδιστικής θεότητας Vajrapani (βουδιστική εκδοχή του ινδουιστικού θεού Ιντρα) να κάθεται στον κλωβό του μαλλιού της. Το άγαλμα έμεινε τρείς μέρες στην Ura ,στο σπίτι της γυναίκας και μετά έφυγε για την Gadan.


 Όταν το άγαλμα της Vajrapani έφτασε στην Gadan ένα φίδι με εννιά κεφάλια βγήκε από το έδαφος και σύρθηκε στην κοιλάδα. Το yakchoe γίνεται σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος, έχει και ανιμιστική Bon-po προέλευση καθώς τελούνται ακόμη κάποια αρχαϊκά τελετουργικά Bon. Σήμερα το Yakchoe ξεκινά την 12η μέρα του τρίτου μπουτανέζικου μήνα (τέλη Απριλίου αρχές Μαίου) με μία λιτανεία από την Gadan  έως την Ura όπου το λείψανο της Vajrapani συνοδευόμενο από ιερείς και χορευτές από την Gadan γίνεται δεκτό από τον κόσμο. Φτάνοντας στην Ura , οι gomchens (λαϊκοί και παντρεμένοι μοναχοί) χορεύουν και κάνουν μια τελετή αφιερωμένη στην Vajrapani. Οι ιεροί χοροί συνεχίζονται  για αρκετές ημέρες από μοναχούς και λαϊκούς στο προαύλιο του ναού. Οι χοροί με μάσκες εναλλάσσονται με ιερά θεατρικά δρώμενα και παραδοσιακούς χορούς. 

Το φεστιβάλ τελειώνει την Πέμπτη ημέρα με τις ευλογίες επιτεινόμενες από την θρησκευτική τελετή και την περιφορά των λειψάνων σ’ολο το χωριό. Μετά οι gomchens και κάποιοι μοναχοί επιστρέφουν με τα λείψανα στο σπίτι της ηλικιωμένης κυρίας [τα κειμήλια έχουν περάσει από γενιά σε γενιά] όπου παραμένουν για τρείς νύκτες σηματοδοτώντας έτσι την πρώτη φορά που επέστρεψε στο χωριό. Για τους κατοίκους της απομακρυσμένης κοιλάδας Ura το Yakchoe είναι μια ευκαιρία για να κερδίσουν τις απολεσθέντες αξίες, για εξαγνισμό αλλά και για κοινωνική συναναστροφή.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά φορούν τα καλύτερά τους ρούχα, οι γυναίκες στολίζονται με τα ωραιότερά τους κοσμήματα, παίρνουν μαζί το φαγητό τους, άφθονη ντόπια ρακί και προσέρχονται στο προαύλιο του ναού. Στο παρασκήνιο οι μοναχοί προετοιμάζονται εβδομάδες πριν γι’αυτό το φεστιβάλ με νηστεία, προσευχή και διαλογισμό. Η όψη του μοναστηριού είναι εορταστική και χαρούμενη, μεθυστικές μυρωδιές από του αγρούς και τα λιβάνια αναδύονται στην ατμόσφαιρα.

Μέσα σ’ έναν κύκλο μασκοφορεμένοι μοναχοί χορευτές φορώντας λαμπερές ζωηρόχρωμες μεταξωτές ενδυμασίες και τρομακτικές μάσκες, μεταμφιεσμένοι σε δαίμονες, υπό την συνοδεία τρομπετών και ταμπούρλων χορεύουν τους ατέλειωτους χορούς που συμβολίζουν την πάλη του καλού με το κακό, άλλοτε σιγά και ρυθμικά κι άλλοτε στριφογυρνώντας σαν δαιμονισμένοι. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη θαρρείς κι έχει κατακλυστεί από αόρατες δυνάμεις. Στο Μπουτάν πιστεύουν ότι η παρακολούθηση των μυστικιστικών αυτών χορών είναι απαραίτητη για να φτάσει κανείς στη φώτιση. Καθισμένη στο προαύλιο του μοναστηριού παρακολουθώ μαγεμένη τα τεκταινόμενα, δίπλα μου ένας σεβάσμιος γέροντας λάμα απαντά στις απορίες μου.


Οι σοφές απαντήσεις του προκαλούν πνευματική ευφορία. «Νομίζω πως σκοπός της θρησκείας δεν είναι να υπηρετούμε το Θεό  αλλά να φροντίζουμε ο καθένας ώστε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Αν ένας νικούσε στην μάχη χίλιους κι άλλους χίλιους ακόμη κι  αν ένας νικούσε τον εαυτό του, η δική του νίκη θα ήταν η μεγαλύτερη νίκη, γιατί η μεγαλύτερη νίκη είναι η νίκη πάνω στον ίδιο σου τον εαυτό και ούτε οι θεοί από ψηλά στον ουρανό ούτε οι δαίμονες στη γη μπορούν να μετατρέψουν σε ήττα μια τέτοια νίκη...»