Friday, February 3, 2017

Varanasi: η Μέκκα των Ινδών


Varanasi ή Benares, μια απ' τις αρχαιότερες πόλεις του κόσµου, παλαιότερη κι απ' την παράδοση παλαιότερη κι απ' τον µύθο.  Η Μέκκα των lνδών, η ιερότερη πόλη, χτισμένη σε µία καµπή της βόρειας όχθης του Γάγγη, έχοντας αντικριστά τον ήλιο, µια πόλη σύγχρονη της Τροίας, της Βαβυλώνας, της Θήβας, της Αιγύπτου.


Εδώ είναι ο  τόπος όπου πέρασε την επίγεια ζωή του ο Θεός Σίβα. Εκατομμύρια πιστοί συρρέουν κάθε χρόνο  για να λουστούν στα νερά του ιερού ποταµού, να εξαγνιστούν από τις αµαρτίες τους, κι αν είναι τυχεροί, να πεθάνουν εδώ. Όσο προετοιμασμένος κι αν είσαι γι' αυτό που θ' αντικρίσεις, η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε όριο φαντασίας, µε τις συγκλονιστικές εικόνες  θρησκευτικής κατάνυξης που ξετυλίγονται κάθε λεπτό µπροστά σου.

Ο «Ρέων Θεός» κυλά σε µήκος 2.700 χιλιομέτρων, αρδεύει το ένα τέταρτο της ινδικής γης και η εύφορη πεδιάδα του τρέφει εκατομμύρια ψυχές. Σύµβολο θρησκευτικότητας, χαράς κι οµορφιάς. Τα νερά του είναι ζωογόνα κι εξαγνιστικά!Οι Ινδουϊστές πιστεύουν ότι πρόκειται για τη Θεά Γκάνγκα, που ρέει αιώνια από το όρος Μέρου, την κατοικία των θεών, περνώντας από τα ανακατεμένα µαλλιά του Σίβα.



Όταν κάποιος πλένεται στο ποτάµι, καθαρίζεται από το κάρµα  προηγούµενων και τωρινών ζωών, κι σ' αυτόν που θ' αφήσει εδώ την τελευταία του πνοή και η στάχτη του σκορπιστεί στα νερά του, θα του ανοιχτεί η πόρτα της απόλυτης Γαλήνης. Χαρακτηριστική είναι η επιθυµία του Νεχρού Γκάντι «Όταν πεθάνω θα ήθελα το σώµα µου να καεί, κι η τέφρα µου να διασκορπιστεί στον Γάγγη, το σύµβολο και η ανάµνηση του παρελθόντος της Ινδίας, που κυλάει µέσα από το παρόν και κατευθύνεται στο µεγάλο ωκεανό του μέλλοντος».

Όλη η αλήθεια ξεπηδά από το Γάγγη.

Εδώ δίπλα στα νερά του γεννήθηκε η φιλοσοφία του Ινδουϊσµού, µια φιλοσοφία πράξη, µια φιλοσοφία που περιφρονεί τις ώρες του ρολογιού. Τι κι αν ζούµε στον 21ο  αιώνα, αυτή η πόλη ζει σύµφωνα µε τις προαιώνιες παραδόσεις. Στην πόλη του Σίβα όλα θεοποιούνται,  η φωτιά, η αυγή, τ’ άστρα, ο ήλιος, τα νερά, ο ουρανός, η γη. Όλα παρεμβαίνουν στην καθηµερινή ζωή και χρειάζονται προσευχές και λειτουργίες, κι όταν οι ψυχές των προγόνων δεν εξευµενίζονται όπως πρέπει γίνονται φαντάσµατα…
Η αγνότητα αρχίζει µε το λούσιµο.

Στην όχθη κατεβαίνουν πλακόστρωτα πλατύσκαλα τα «Γκατς» το καθένα µε την δική του ιστορία και παράδοση.


Τα Γκατς είναι πάνω από 80. Στα πέντε απ' αυτά πρέπει οπωσδήποτε να βαφτιστούν και να προσφέρουν πούτζα. Σ' αυτό το ποτάµι θρύλο, το Γιάτρα (προσκύνηµα) αρχίζει στις 4 η ώρα το πρωί. Το Ντασασουαµέντ Γκατ είναι η αφετηρία, όπου ένα πλήθος µμικροπωλητών και προσκυνητών συνωθείται σ' αυτό κι άλλο ένα πλήθος µικρές και µεγάλες βάρκες µε φωνακλάδες κωπηλάτες διαπραγματεύεται µε τον κόσµο, για µια βόλτα κατά µήκος της αριστερής όχθης.


Μια από τις συναρπαστικότερες εµπειρίες της ζωής είναι να σε βρούν οι πρώτες ακτίνες της Ηούς σ' αυτό το πρωτόγονο πλεούµενο, που πλέει αργά - αργά.


Ν' ακούς τις νότες του πνευστού οργάνου σέχνα, που παίζουν οι µουσικοί στο Ναό του Σίβα και ν' αρχίζουν σιγά - σιγά µέσα από την πρωϊνή οµίχλη να ξεπροβάλλουν µπροστά σου παλάτια Μαχαραγιάδων χτισµένα σύρριζα στο ποτάµι, ινδικοί ναοί µε ψηλούς πυραμοειδείς θόλους, πύργοι - ξενώνες για περαστικούς κι ιερωµένους, ξενώνες για μελλοθάνατους.


Ένα εξωτικό πάντρεµα ρυθµών Ινδικού, Κινέζικου, Περσικού, Μογγολικού, Ιταλικού, στήνουν ένα σκηνικό που παρόµοιο δεν έχεις µαταδεί. Πλήθος πιστών λούζεται στις όχθες, άλλοι χωµένοι ως τη µέση στα ρηχά νερά, άλλοι αφήνουν να τους παρασέρνει το ρεύµα του ποταµού. Οι γυναίκες µπαίνουν µε τα σάρι τους, οι άνδρες µ' ένα πανί τυλιγμένο στους γοφούς τους, κάνουν πρώτα έναν «εξωτερικό» καθαρµό, απευθύνοντας ταυτόχρονα µία επίκληση στα νερά, καταπίνουν κατόπιν δύο τρεις γουλιές νερό και ξεπλένουν το στόµα τους για να εκτελέσουν τον «εσωτερικό» καθαρµό: ραντίζουν το κεφάλι τους µε νερό ενώ απαγγέλουν µε σιγανή φωνή προσευχές, αγγίζουν το σώµα τους σε διάφορα σηµεία, βουτούν µέσα στα νερά, άλλοι σαπουνίζονται, άλλοι αλείφονται µε λάσπη που την αφήνουν να στεγνώσει επάνω τους κι αρχίζουν την περισυλλογή, που της προσθέτουν κι αναπνευστικές ασκήσεις, ενώ ταυτόχρονα κάνουν προσφορές µε σουσάµι, λουλούδια, κριθάρι κόκκινο σαντάλ.

Ανάµεσα στους λουόµενους επιπλέουν χιλιάδες λουλουδένια καλαθάκια µ' ένα µικρό κεράκι µέσα τους, αλλά και τυμπανισμένες ψόφιες αγελάδες. Κάποια στιγµή είδαµε κι έναν πατέρα να πετά το κορµάκι του παιδιού του, τυλιγµένο µε άσπρο σάβανο και δεµένο µε πέτρα. Τα µικρά παιδιά δεν τα καίνε, τα πετούν στο ποτάµι. 

Το Μπενάρες είναι η πόλη των μελλοθανάτων. 

Τον Ινδουϊστή τον ενδιαφέρει κυρίως τι γίνεται µετά-θάνατον και όχι κατά την στιγµή του θανάτου. Προσπαθεί να συμφιλιωθεί µαζί του, τον προσµένει και γι' αυτό φροντίζει, να έχει µια τελετή που θα τον οδηγήσει στην λύτρωση. Εκατοµµύρια Ινδοί ονειρεύονται να έλθουν εδώ, να κάνουν το γύρο των τειχών της πόλης, να λουστούν και ν' αφήσουν την τελευταία τους πνοή.




Τους μελλοθάνατους τους κουβαλούν εδώ οι συγγενείς τους, τους ακουµπούν στις όχθες ραντίζοντας τους µε τ' «αγιασµένα νερά». Μόλις πεθάνουν τους βουτούν ακόµη µια φορά στο νερό, τους αφήνουν να στεγνώσουν και µετά τους καίνε. Την στάχτη τους την πετούν στο νερό. 
Το Μανικαρνίκα Γκατ και το Τσαλασάι Γκατ είναι οι νεκροπόλεις, οι τόποι όπου καίνε τους νεκρούς. Τον νεκρό άνδρα τον ξεχωρίζεις από τα λευκά που φορεί, ενώ τη γυναίκα την ντύνουν στα κόκκινα. Οι άρρενες συγγενείς στα λευκά ντυμένοι οι πρωτότοκος γιος, αν υπάρχει θ' ανάψει την φωτιά. Στους πλούσιους ρίχνουν στην φωτιά πανάκριβα αρωµατικά σαντάλ ξύλα, κι αν ο νεκρός είναι φτωχός, τότε µόνο ένα µικρό κοµµατάκι απ' αυτά του βάζουν, µισοψημένος µένει, και το κουφάρι του πετιέται στον ποταμό. Οι ινδουιστές  δεν επιµένουν στο πένθος ή στη θλίψη, είναι πολύ σπάνιο να δεις κάποιον να κλαίει κατά την ώρα της αποτέφρωσης, ο κλαυθµός εξάλλου δεν βοηθά την ψυχή να φτάσει στους προγόνους. Δεν αποτεφρώνονται οι γυναίκες που πεθαίνουν πάνω στην γέννα ή στην διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι ασκητές, (έχουν ήδη θυσιάσει τους εαυτούς χάρις στον τρόπο ζωής που ακολούθησαν), όσοι πέθαναν από κάποια βαριά ασθένεια (λέπρα, ευλογιά) ή από κάποιο βίαιο θάνατο (φόνος, ατύχηµα, δάγκωµα φιδιού).

Τα παιδιά θεωρούνται επίσης αρκετά αθώα ώστε να µην χρειάζεται να καούν. Τα σώµατα όλων αυτών απλά ρίχνονται στον ιερό ποταµό. Η αποτέφρωση είναι ο συνηθέστερος τρόπος επικήδειας τελετής από τον καιρό των Βεδών µέχρι σήµερα, και είναι µόνο το πρώτο µέρος των τελετουργικών που θ' ακολουθήσουν.


Οι lνδουϊστές πιστεύουν ότι εκείνοι για τον οποίον δεν τελέστηκαν οι απαιτούµενες τελετές θα παραµείνει για πάντα ένα κακό φάντασµα. Παλιότερα στις φωτιές των νεκρών έσπρωχναν και τη χήρα, κι αν ήταν άρχοντας και τους υπηρέτες του.

Λίκνο της Βραχμανικής λατρείας. 

Όταν ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά, αρχίζει η κίνηση στα λαβυρινθώδη στενοσόκακα της πόλης, τα γλιστερά από τα σκουπίδια και τις κοπριές. Η παλιά πόλη είναι ένα συνονθύλευμα από σπιτάκια, θόλους, στοές, βωµούς, µιναρέδες, βιοτεχνίες, αραδιασµένα πάνω στο δρόµο λογής - λογής καταστήµατα όπου υπάρχουν σωροί από λαχανικά και φρούτα, µπαχαρικά, ψηµένο ρύζι και µαγειρεµένα φαγητά, έτοιµα για κατανάλωση. Οι φοβερές μυρωδιές της τσίκνας και της κοπριάς εναλλάσσονται µε τα πιο λεπτά αρώµατα που αναδύουν οι πυραµίδες από µακρόστενα κοµµάτια λιβανιού και ξύλου σαντάλ που στολίζουν τ' αρωµατοπωλεία.Κοσµηµατοπώλες και χρυσοχόοι δένουν πετράδια και γυαλίζουν µέταλλα, ενώ οι εργάτες τους φτιάχνουν βραχιόλια και περιδέρεια εκπληκτικής τέχνης. 


Σιδεράδες σφυρηλατούν χάλκινα δοχεία, υφαντές υφαίνουν στους αργαλιούς µεταξωτά υφαντουργήµατα. Οι κατασκευαστές στεφανιών φτιάχνουν µε µεγάλη υποµονή τα εφήµερα αριστουργήµατά τους, λουλούδια χωρίς µίσχο, φορτωµένα µε φανταχτερά χρωµατιστά στολίδια, πλανόδιοι µικροπωλητές διαλαλούν τις ελκυστικές φτηνοπραγµάτειες τους και τα ψευτοκοσµήµατά τους, καταγώγια τραβούν τους άνδρες και τους τουρίστες για τσάϊ ή λάσι, µικρά ερημητήριο ανώτερων σπουδών (γιόγκα, παραδοσιακής µουσικής) όπου νεαροί βραχµάνοι αλλά και ξένοι έρχονται να επωφεληθούν από τα µαθήµατα των πιο διακεκριµένων δασκάλων της lνδίας.

Χαµόσπιτα γυµωµένα µε λάσπη του ποταµού και κοπριά αγελάδας, σωροί- σωροί από κουρελίδικα παιδιά, άνδρες και γυναίκες που κάθονται κουκουβιστά αράδα έξω από τα κατώφλια και εκεί τελούν αµέριµνα τις καθηµερινές φυσιολογικές τους λειτουργίες, ατελείωτα στενά δροµάκια, πλήθος από αγελάδες µαϊµούδες, µιλιούνια άνδρες και γυναίκες πηγαινοέρχονται και αναπνέουν άνετα την «ευωδία» και που και που καµμιά  ντελικάτη φράζει µ' ένα µαντηλάκι την µύτη της.


Άλλο ένα πλήθος πηγαινοέρχεται φορτωµένο άνθη, αυτοί κατευθύνονται στο µεγάλο ιερό ναό του θεού Σίβα, που πέρασε την επίγεια ζωή του σύµφωνα µε το θρύλο εδώ στο Μπενάρες. Αυτός ο περίφηµος ναός µε τον µυτερό θόλο καλυµµένο από χρυσάφι βρίσκεται στην πιο άθλια συνοικία. Δεν επιτρέπεται να µπαίνουν οι ξένοι στον ναό αυτό γιατί είναι «ακάθαρτοι».


Ένας άλλος εκπληκτικής οµορφιάς ναός χτισµένος µε κόκκινη αµµόπετρα «ο ναός των πιθήκων», αφιερωµένος στη θεά Ντούργκα, την τροµερή θεά που τα µάτια της στάζουν αίµα το στόµα της µορφάζει απαίσια, µε τρία κεφάλια και πολλά χέρια, την πιο δυνατή θεά του lνδουϊστικού Πανθέου.


Η θεά αυτή ικανοποιείται µόνο µε θυσίες, παλαιότερα έσφαζαν ανθρώπους, τώρα ζώα στολισµένα. Με την φρικιαστική µορφή της θεάς θέλουν να τονίσουν ότι ο κόσµος παρά τις άσχηµες όψεις του, είναι στο βάθος θεϊκός, κι ότι αυτή την φύση του πρέπει ν' ανακαλύψουμε.

Το Μπενάρες έχει περί τους 1.500 ναούς και ιερά έχει κι ένα θαυµάσιο lνδουϊστικό Πανεπιστήµιο, σ' ένα µεγάλο πάρκο που χτίστηκε το 1916. Σ' αυτό φοιτούν περίπου 40 χιλιάδες φοιτητές που µελετούν στα ιερά σανσκριτικά βιβλία τη χιλιόχρονη παράδοσή τους.

Το Βαρανάσι είναι ένας τόπος για µυηµένους ταξιδιώτες. 
Πρέπει να έχεις προετοιµαστεί, ν' αντέχεις στις βρώµες, στις βαριές µυρωδιές, τα φοβερά θεάµατα της γύµνιας, της πείνας, της αρρώστιας, πρέπει να έχεις υποβάλλει «εαυτόν εις καθαρµόν» ν' αφεθείς στα τελετουργικά και τότε µια ανάλαφρη πνευµατική µέθη θα σε κυριεύσει. Εδώ  εξευγενίζεται ο νους!!!

Όλα εδώ αγιάζονται. Γιατί όλα προέρχονται από το πνεύµα, περνούν από την πιο λιπαρή και ακατανόµαστη ύλη και επιστρέφουν στο πνεύµα. Στο Βαρανάσι έρχεσαι για να χορτάσεις τις πέντε σου αισθήσεις!